τετράχορος

τετράχορος
ο, Ν
είδος χορού, κν. καντρίλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)-* + χορός. Η λ. είναι απόδοση τού γαλλ. quadrille «καντρίλια» (< quadr- «τετρ(α)-») και μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… …   Dictionary of Greek

  • χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… …   Dictionary of Greek

  • αντίχορος — (αγγλ. country dance = χορός της υπαίθρου, των χωρικών· γαλλ. παράφραση contredanse). Είδος χορού αγγλικής προέλευσης. Διαδόθηκε πρώτα στην αγγλική αυλή (αρχές 17ου αι.) και από εκεί πέρασε στην αυλή του Λουδοβίκου ΙΔ’. Αποτελείται από διάφορα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”